τόφφος

τόφφος
(ή ηφαιστειακός τόφφος). Πυροκλαστικό ίζημα, το οποίο προέρχεται από την απόθεση του υλικού που τινάζεται κατά τον παροξυσμό ενός ηφαιστείου. Διακρίνεται μια μεγάλη σειρά τ., η οποία οφείλεται στη διαφορετική φύση των ηφαιστειακών αναβλυσμάτων (βολίδες ή βόμβες, λίθοι, σποδός, άμμοι) και στη διαφορετική ορυκτολογική τους σύσταση. Όταν η μακροσκοπική δομή των τ. και η ορυκτολογική τους σύσταση μοιάζει με τους πορφύρες, οι τ. ονομάζονται πορφυριτικοί· όταν το υαλώδες μέρος τους είναι άφθονο, λιπαριτικοί· όταν μοιάζουν με ανδεσίτη ανδεσιτικοί, με βασάλτη βασαλτικοί, με τραχείτη τραχειτικοί κλπ. Οι τ. εμφανίζουν γενικά στρώση, που οφείλεται στον μηχανισμό της απόθεσης των ηφαιστειακών αναβλυσμάτων είτε στη διεργασία της διαγένεσης. Συχνά οι τ. χρησιμοποιούνται ως δομικά υλικά, ειδικότερα οι συμπαγέστεροι τύποι. Στην Ελλάδα υπάρχουν πολλοί τ., στη δυτική Μακεδονία (ανδεσιτικοί έως τραχειανδεσιτικοί), στη Θράκη σε ορισμένα νησιά του Αιγαίου (Μήλος, Κίμωλος, Σαντορίνη κλπ.). Δείγμα ηφαιστειακού τόρφου.
* * *
ο, Ν
βλ. τόφος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φωνολιθικός — ή, ό, Ν (πετρογρ.) φρ. «φωνολιθικός τόφφος» τόφφος αποτελούμενος από τα ίδια συστατικά από τα οποία αποτελείται και ο φωνόλιθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωνόλιθος. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] …   Dictionary of Greek

  • τόφος — και τόφφος, ο, ΝΑ πορώδες και εύθρυπτο πέτρωμα νεοελλ. ιατρ. οζοειδές σύγκριμμα ουρικών αλάτων, εκδήλωση υπερφορτώσεως τών ιστών με ουρικό οξύ στους πάσχοντες από ουρική αρθρίτιδα («ουρικός τόφος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tofus «είδος λίθου») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”